- βολταϊκός
- η , ό[ν] электрический;
βολταϊκή στήλη — электрическая батарея;
βολταϊκό τόξο — вольтова дуга
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βολταϊκή στήλη — электрическая батарея;
βολταϊκό τόξο — вольтова дуга
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βολταϊκός — ή, ό φρ. 1. «βολταϊκή στήλη» ή «βολταϊκό στοιχείο» διάταξη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 2. «βολταϊκό τόξο» φωτεινό ηλεκτρικό τόξο που δημιουργείται ανάμεσα σε δύο ηλεκτρόδια από άνθρακα, τα οποία βρίσκονται σε διαφορά δυναμικού περίπου… … Dictionary of Greek
βολταϊκός — ή, ό ηλεκτρικός, ηλεκτροχημικός: Το βολταϊκό τόξο χρησιμοποιείται στη συγκόλληση μετάλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοβολταϊκός — ή, ό, Ν φρ. α) «φωτοβολταϊκό φαινόμενο» φυσ. φυσική διεργασία κατά την οποία δύο ανόμοια υλικά, σε στενή επαφή μεταξύ τους, ενεργούν ως ένα ηλεκτρικό στοιχείο όταν εκτίθενται στο φως ή σε άλλη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία β) «φωτοβολταϊκό… … Dictionary of Greek